- δέντρινος
- η , ο1) деревянный, сделанный из дерева; 2) древесный, относящийся к дереву, древесине;
§ δέντρινος φράχτης — ограда из деревьев, зелёная изгородь (из деревьев)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δέντρινος φράχτης — ограда из деревьев, зелёная изгородь (из деревьев)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δέντρινος — η, ο (AM δένδρινος, η, ον) αυτός που προέρχεται από δένδρο ή που κατασκευάζεται από ξύλο δένδρου νεοελλ. από ξύλο βαλανιδιάς … Dictionary of Greek
δέντρινος — η, ο ο φτιαγμένος από δέντρο και κυρίως από δρυ, βαλανιδιά: Η οροφή του σπιτιού μας ήταν φτιαγμένη από φανερά, δέντρινα δοκάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένδρινος — η, ον βλ. δέντρινος … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek